Η πλειοψηφία των αναλυτών καταφεύγει συχνότερα στην προεξόφληση των ταμειακών ροών ως επικρατέστερη μέθοδο αποτίμησης ωστόσο, στην πραγματικότητα είναι η σχετική (relative) αποτίμηση που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των πραγματοποιηθέντων αξιολογήσεων. Πραγματικά, η εμπειρία που μας παρέχει η υφιστάμενη πραγματικότητα συνάδει με την παραπάνω διαπίστωση καθώς σε όρους πραγματικής ζωής η αξία της πλειοψηφίας των περιουσιακών στοιχείων, είτε πρόκειται για αγορά κατοικίας είτε για επένδυση σε μετοχές, βασίζεται στην τιμολόγηση αναλόγων περιουσιακών στοιχείων στα πλαίσια της αγοράς. Στη συγκριτική αποτίμηση, αντικειμενικός στόχος είναι η αξιολόγηση με βάση τη σχετική τιμολόγηση περιουσιακών στοιχείων από την αγορά.
Υπάρχουν δύο άξονες προκειμένου να λειτουργήσει η διαδικασία σχετικής αποτίμησης. Ο πρώτος έχει να κάνει με το γεγονός ότι για τις ανάγκες της αξιολόγησης περιουσιακών στοιχείων σε σχετική βάση, οι τιμές θα πρέπει ως ένα βαθμό να τυποποιηθούν, διαδικασία που διευκολύνεται συνήθως μέσω της μετατροπής των διαφόρων τιμών σε πολλαπλασιαστές κερδών, λογιστικής αξίας ή πωλήσεων. Το δεύτερο συστατικό της συγκριτικής αποτίμησης αφορά στην εύρεση συγκρίσιμων εταιρειών, διαδικασία που μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα πολύπλοκη καθώς δεν είναι εύκολο να βρεθούν εταιρείες ταυτόσημες και ακόμα και εταιρείες που ανήκουν στον ίδιο κλάδο ενδέχεται να διαφέρουν ως προς τα επιμέρους χαρακτηριστικά κινδύνου, δυναμικής ανάπτυξης και ταμειακών ροών.
Η κυρίαρχη υπόθεση πίσω από την θεωρία της συγκριτικής αποτίμησης είναι ότι η αγορά τιμολογεί κατά κανόνα σωστά τις μετοχές που διαπραγματεύονται στα πλαίσια της. Αποδέχεται την περίπτωση μεμονωμένων λανθασμένων εκτιμήσεων αξίας(υπερτιμολόγηση ή υποτιμολόγηση) δεδομένων μετοχών και επαφίεται στη σύγκριση μέσω πολλαπλασιαστών για την ανάδειξη των στρεβλών εκτιμήσεων. Στα πλαίσια της λογικής που εκτέθηκε παραπάνω, η προσέγγιση σχετικής αποτίμησης προεξοφλεί τη διόρθωση των ευκαιριακών λανθασμένων εκτιμήσεων μακροπρόθεσμα. Συμπερασματικά, διαπιστώνεται ότι η συγκριτική αποτίμηση, σε αντιδιαστολή με τη μέθοδο προεξοφλημένων ταμειακών ροών που επικεντρώνεται στην αναζήτηση της πραγματικής αξίας, εναποθέτει μεγάλο μέρος τη ευθύνης αξιολόγησης στην αγορά.
Στα πλαίσια της συγκεκριμένης μεθόδου αποτίμησης έχει αναπτυχθεί μία ποικιλία μοντέλων συσχέτισης στη βάση των πολλαπλασιαστών. Θα ήταν χρήσιμο να καταδείξουμε την κατηγοριοποίηση των διαφόρων μεθόδων που έχει στη διάθεση της η σχετική ανάλυση.
Η εφαρμογή της συγκριτικής αποτίμησης προϋποθέτει καταρχήν ένα βασικό διαχωρισμό που αφορά στο αν η μέθοδος θα εστιάσει σε θεμελιώδη (fundamentals) ή συγκρίσιμα στοιχεία (comparables).
Στην πρώτη περίπτωση επιχειρείται συσχέτιση των πολλαπλασιαστών που επελέγησαν με τα θεμελιώδη στοιχεία των μετοχών ή των εταιρειών που είναι υπό εξέταση. Ως θεμελιώδη στοιχεία της αξίας κάθε μετοχής λογίζονται ο ρυθμός αύξησης κερδών ή ταμειακών εισροών, το ποσοστό διανομής μερισμάτων και ο κίνδυνος. Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η θεμελιώδης προσέγγιση της σχετικής αποτίμησης κάνει χρήση των βασικών πλεονεκτημάτων των μοντέλων προεξόφλησης ταμειακών ροών καθώς απαιτεί παρόμοια πληροφόρηση όσον αφορά στα δεδομένα και κατά κανόνα ταυτίζεται με την τελευταία και ως προς τα αποτελέσματα. Το βασικό πλεονέκτημα της χρήσης θεμελιωδών μεγεθών είναι ότι επιτρέπει την ανίχνευση των υφιστάμενων σχέσεων μεταξύ των πολλαπλασιαστών και των ιδιαίτερων εταιρικών χαρακτηριστικών καθώς και το πώς οι πρώτοι επηρεάζονται από αυτά. Αυτή η πτυχή του μοντέλου σχετικής αποτίμησης βασισμένου σε θεμελιώδη μεγέθη διευκολύνει τη διεξαγωγή προβλέψεων σχετικά με τις μελλοντικές τιμές που αναμένεται να λάβει ο πολλαπλασιαστής με βάση τα υφιστάμενα ενδοεπιχειρησιακά αλλά και τα μακροοικονομικά δεδομένα.
Η δεύτερη κατηγορία μοντέλων σχετικής αποτίμησης εδράζεται στη χρήση συγκρίσιμων μεγεθών και αποτελεί σημαντικά πιο κοινή και ευρέως χρησιμοποιούμενη προσέγγιση. Η λογική της παραπάνω προσέγγισης προυποθετει τη σύγκριση της αξίας δεδομένων μετοχών ή επιχειρήσεων σε σχέση με το πώς αποτιμώνται ανάλογα υπό εξέταση αντικείμενα στην αγορά.
Κατά περίπτωση, η σύγκριση ενδέχεται να αφορά την αξιολόγηση μετοχής με προηγούμενη αποτίμηση στο παρελθόν.
Η δεύτερη κατηγοριοποίηση που μπορεί να γίνει αναφορικά με τη μέθοδο συγκριτικής αποτίμησης αφορά στην πραγματοποίηση συγκρίσεων μεταξύ μετοχών που ανήκουν στον ίδιο κλάδο (δια-κλαδική σύγκριση) σε αντιδιαστολή με τη σύγκριση που αφορά στο ίδιο αντικείμενο αποτίμησης αλλά σε διαφορετικές περιόδους αναφοράς(δια-χρονική σύγκριση).
Στη πρώτη περίπτωση διεξάγουμε σύγκριση με βάση δεδομένο πολλαπλασιαστή της επιλογής μας, ανάμεσα σε δεδομένη μετοχή ή εταιρεία και στον μέσο όρο του συγκεκριμένου πολλαπλασιαστή για τον κλάδο στον οποίο δραστηριοποιείται ή διαπραγματεύεται η μετοχή. Συνακόλουθα, η απόφαση για την πιθανή υπερτίμηση ή υποτίμηση της εκάστοτε μετοχής εξαρτάται από τον βαθμό στον οποίο προσεγγίζει τον μέσο όρο του κλάδου έτσι όπως τον έχουμε θέσει.
Η δεύτερη περίπτωση, της διαχρονικής συγκριτικής αποτίμησης, αρμόζει σε ώριμες επιχειρήσεις κατά κύριο λόγο οι οποίες έχουν να επιδείξουν μακρά παρουσία. Κατα την παρούσα προσέγγιση συγκρίνουμε διαχρονικά τις τιμές που λαμβάνουν επιλεγμένοι πολλαπλασιαστές της ίδιας μετοχής, εταιρείας ή δείκτη και ανάλογα κρίνουμε αν υπήρξε υπερτιμημένη ή υποτιμημένη στο παρελθόν. Βασική παραδοχή τη προσέγγισης αυτής είναι η υπόθεση ότι δεν μεταβάλλονται τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της μετοχής, υπόθεση που υπολείπεται ρεαλισμού. Η διαδικασία της παρούσας μεθόδου αποτίμησης δεν διευκολύνεται επιπλέον από τις μεταβολές των επιτοκίων και της αγοράς εν γένει διαχρονικα.
Ανάμεσα στα βασικά πλεονεκτήματα του μοντέλου σχετικής αποτίμησης συγκαταλέγονται η απλότητα και η ευκολία χειρισμού του μέσω των πολλαπλασιαστών. Επιτρέπει την ταχεία αξιολόγηση μεγάλου αριθμού συγκρίσιμων εταιρειών και μετοχικών αξιών. Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί η δυσκολία εφαρμογής της μεθόδου για τις περιπτώσεις εκείνες που αφορούν μεμονωμένες εταιρείες χωρίς τη δυνατότητα συγκρίσιμων επιχειρήσεων.
Επιπρόσθετα, η μέθοδος είναι ευαίσθητη στην λανθασμένη ή “προκατειλημμένη” χρήση της και ιδιαίτερα όσον αφορά την οριοθέτηση της συγκρισιμότητας και τον χειρισμό των πολλαπλασιαστών. Πιο αναλυτικά, εμπεριέχεται σε μεγάλο βαθμό το κριτήριο της υποκειμενικότητας στον προσδιορισμό των εταιρειών εκείνων που θεωρούνται συγκρίσιμες καθώς και στον υπολογισμό των επιμέρους δεδομένων των μεταβλητών. Είναι προφανής η εξάρτηση του μοντέλου από την ομάδα αναφοράς του, τα συγκρίσιμα αντικείμενα, και η προσοχή που χρειάζεται να επιδείξει ο αναλυτής στον καθορισμό τους καθώς έχουν την δυνατότητα να παραπλανήσουν σημαντικά το αποτέλεσμα της έρευνας. Το έτερο σκέλος, της χρήσης μέσων πολλαπλασιαστών της αγοράς μπορεί να υπονομεύσει την αξιοπιστία της έρευνα υπό την έννοια ότι η αγορά στο σύνολο της έχει υπάρξει συχνά υπερτιμημένη ή υποτιμημένη. Επομένως η σύγκριση με τον μέσο πολλαπλασιαστή της αγοράς ενδέχεται να μεταφέρει τα λάθη της εκτίμηση της τελευταίας στην αποτίμηση μεμονωμένης μετοχής.
留言